Σελίδες

Δευτέρα 27 Μαΐου 2013

Η «φοροδιαφυγή» των δικηγόρων και άλλα ανέκδοτα


Στην κοινωνία της αβεβαιότητας και της ισοπέδωσης των πάντων στην οποία
έχω την ατυχία να ζω επιβεβαιώθηκε, δυστυχώς, γι’ άλλη μια φορά ο χειρότερος
εφιάλτης μου
. Ότι, δηλαδή, ποτέ κανείς δεν μπορεί να εφησυχάζει και να ηρεμεί
σε μια χώρα σαν την σημερινή Ελλάδα αλλά ότι πρέπει να βρίσκεται σε διαρκή
εγρήγορση ανά πάσα στιγμή, ακόμα και την ώρα που κοιμάται. Ιδίως και
πρωτίστως την ώρα που κοιμάται !!! Η έκφραση «μας έχουν πιάσει στον ύπνο»
δεν είναι τυχαία και η λαϊκή σοφία προτάσσεται, για άλλη μια φορά, μέσα από
την στυγνή πραγματικότητα. Ξυπνάς το πρωί και δεν ξέρεις τι σου ξημερώνει.

Έτσι, ακούγοντας τις πρωϊνές ειδήσεις μόλις ξύπνησα πληροφορήθηκα ότι
κάποιος «φαεινός» νους – στέλεχος κάποιου μεγάλου διεθνούς επενδυτικού
οίκου – δήλωσε, μετά από ενδελεχή έρευνα, ούτε λίγο ούτε πολύ ότι για όλα τα
δεινά που υφιστάμεθα σαν Έλληνες πολίτες (ο καθένας ξεχωριστά αλλά και σαν
κοινωνία ολόκληρη στο σύνολό της) φταίνε, σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα, οι
δικηγόροι. Βασίζει δε την διαπίστωσή του αυτή στην βάση δύο παραμέτρων ότι,
δηλαδή, πρώτον οι δικηγόροι φοροδιαφεύγουν και δεύτερον ότι το πολιτικό
«περιβάλλον» που στηρίζει την «συστηματική» αυτή φοροδιαφυγή αποτελείται,
ως επί το πλείστον, από δικηγόρους κι αυτό, με πρώτο και κύριο παράδειγμα
τους βουλευτές του Ελληνικού Κοινοβουλίου που, κατά τα λεγόμενα της εν λόγω
έρευνας,  εν ολίγοις, δεν ασχολούνται με τίποτ’ άλλο από το πρωί μέχρι το βράδυ
παρά από το να «βάζουν πλάτη» στους «συναδέλφους» τους καλύπτοντας
συστηματικά κατακριτέες και προφανώς παράνομες πράξεις και παραλείψεις.

Και, με την σειρά μου κι εγώ, που ασκώ μαζί με χιλιάδες άλλους συναδέλφους
μου το επάγγελμα του ταπεινού δικηγόρου – με τρόπο διαφανή και έντιμο
ελπίζω (κανείς δεν μου έχει προσάψει, άλλωστε, τίποτα) – επί σειρά ετών,
φορολογούμενος και λοιδορούμενος όλα αυτά τα χρόνια, εξανίσταμαι και
αισθάνομαι την εσωτερική ανάγκη να αντιδράσω και να απαντήσω στον εν
λόγω «κύριο» αλλά και σ’ όλους αυτούς που – εκμεταλλευόμενοι κάποιο δημόσιο
βήμα, ο καθένας – αναπαράγουν τις ανοησίες του και τις δημοσιοποιούν,
δημιουργώντας, ως μη όφειλαν, κλίμα έντασης και αντιπαράθεσης  της κοινής
γνώμης απέναντι σ’ έναν χειμαζόμενο κλάδο που, είτε το θέλουμε είτε όχι,
αποτελεί – όπως και πρέπει να αποτελεί – τον ακρογωνιαίο λίθο κάθε νόμιμης
συναλλαγής – από τις ελάχιστες που έχουν απομείνει σήμερα – στην πατρίδα
μας.

Δεν αντέχω, δεν μου πρέπει και – σε κάθε περίπτωση – δεν αποδέχομαι σαν
σκεπτόμενος άνθρωπος να δηλώνω κάθε φορά με περηφάνια – δεν το κρύβω ‐
ότι είμαι δικηγόρος και να εισπράττω σε αντάλλαγμα τα βλέμματα άσχετων –
τρίτων – να με αντιμετωπίζουν σαν «ύποπτο πρόσωπο». Για να μην αναφέρω τα
απίθανα εκείνα «κλισέ» που όλοι οι συνάδελφοί μου έχουμε αντιμετωπίσει του
τύπου «καλώς τον χασοδίκη» και άλλα ισοπεδωτικά να εκστομίζονται από
ανθρώπους που όχι μόνον δεν έχουν ανοίξει ποτέ ούτε ένα βιβλίο στη ζωή τους
αλλά που, τις περισσότερες φορές, στερούνται και της απλής κοινής λογικής με
κύριο χαρακτηριστικό την προφανή τους αδυναμία για την διενέργεια
οποιασδήποτε – έστω και της πιο απλής – κριτικής σκέψης.

Στην κατηγορία αυτή δεν μπορώ παρά να εντάξω και τον εν λόγω «κύριο» που
αβασάνιστα και με αποκλειστικό του «όπλο» την προφανή του άγνοια και
ανικανότητα ανάλυσης ακόμα και των εμφανών κατέληξε στο απίθανο αυτό
συμπέρασμα.

Δεν ξέρω ποιες διαδικασίες και τι πρωτόκολλα ακολουθήθηκαν (και στο μέτρο
που, ενδεχομένως, ακολουθήθηκαν) για να καταλήξει ο εν λόγω «ερευνητής»
στο «εμπνευσμένο» αυτό εύρημα. Ούτε, φυσικά, είμαι σε θέση να γνωρίζω με
ποια κριτήρια προκρίθηκε η είδηση αυτή για να αναμεταδοθεί από ορισμένους
(μια μικρή μερίδα, είναι αλήθεια) δημοσιογράφους σαν κάτι προφανώς φυσικό
και κατακριτέο σε μια προσπάθεια να «ρίξουν», με τον τρόπο αυτό, έναν
ολόκληρο κλάδο στον Καιάδα της περιφρόνησης και της ανυποληψίας.

Είναι αλήθεια ότι μια συστηματική και υποθαλπτόμενη φοροδιαφυγή, θα ήταν
προφανώς κατακριτέα και άξιος και ικανός και δίκαιος λόγος να υποστεί ο κάθε
παραβάτης την αυστηρότερη δυνατή τιμωρία (εξαντλώντας ακόμη και τα πιο
ακραία όρια αυστηρότητας) υπό τον όρο, όμως, ότι κάτι τέτοιο είναι πράγματι
ακριβές ότι, δηλαδή, οι δικηγόροι στο σύνολό μας – σύμφωνα, πάντα, με την
έρευνα – ασυστόλως φοροδιαφεύγουμε και ότι η συμπεριφορά μας αυτή –
στηριζόμενη και καλυπτόμενη από πολιτικούς που, όντας μέρος του «συναφιού»
μας, καθότι δικηγόροι στην πλειοψηφία τους κι αυτοί – έχουμε οδηγήσει την
χώρα στην τραγική θέση που βρίσκεται σήμερα. Ευτυχώς (ή δυστυχώς, δεν
ξέρω) κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει.

Όπως γνωρίζει ακόμα και ο πιο αδιάφορος, ακόμα και ο πιο άσχετος, όσο
περίεργο κι αν, εκ πρώτης όψεως, φαίνεται, σε αντίθεση με άλλα επαγγέλματα,
είναι πρακτικά αδύνατον για έναν δικηγόρο να φοροδιαφύγει σήμερα. Οι ημέρες
που, ενδεχομένως, θα μπορούσε, υποθετικά, κάποιος συνάδελφος να αποφύγει
την έκδοση απόδειξης έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Στην πραγματικότητα οι
δικηγόροι όχι μόνον δεν φοροδιαφεύγουμε (δεν μπορούμε, για να είμαστε
ακριβείς, de facto να φοροδιαφύγουμε ακόμα και στην υποθετική περίπτωση
που θα το επιδιώκαμε) αλλά, αντίθετα, φορολογούμαστε προκαταβολικά για
ποσά τα οποία όχι μόνον δεν έχουμε εισπράξει αλλά τα οποία είναι πολύ
αμφίβολο εάν, πράγματι, ρεαλιστικά θα μπορέσουμε να εισπράξουμε κάποια
στιγμή στο όχι και τόσο κοντινό μέλλον. Η επιβολή ΦΠΑ που, θεωρητικά,
επιρρίπτεται και επιβαρύνει τον πελάτη στην πραγματικότητα επιβαρύνει
αποκλειστικά τον δικηγόρο ο οποίος από επιστήμονας έχει καταστεί όχι μόνον
άμισθος υπάλληλος της εφορίας αλλά και χρηματοδότης των ίδιων των
πελατών του οι οποίοι, με την σειρά τους, εκμεταλλευόμενοι την αργοπορία
συζήτησης των υποθέσεων και την γενικότερη καθυστέρηση απονομής της
δικαιοσύνης (που έχει καταστεί κανόνας με τα σημερινά δεδομένα)
παραλείπουν την καταβολή αμοιβής (έστω και «έναντι» με την μορφή κάποιας
στοιχειώδους προκαταβολής) αναβάλλοντάς την για το απώτερο μέλλον και
εξαρτώντας την κάθε φορά από διάφορους παράγοντες άσχετους με την
υπόθεση (συμπεριλαμβανομένης και της προσωπικής τους οικονομικής
κατάστασης) καθιστώντας, με τον τρόπο αυτό, τον δικηγόρο συμμέτοχο σε
ενδεχόμενες ζημίες παρακρατώντας για τους εαυτούς τους μόνον τα οφέλη από
μία ευτυχή έκβαση της υπόθεσής τους και ευνοϊκή γι’ αυτούς απόφαση.

 Η εφορία, από την άλλη πλευρά, εφαρμόζοντας το «γράμμα» του Νόμου,
επιβάλλει υποχρεώσεις και πρόστιμα επί προστίμων στον κατά Νόμο υπόχρεο
δικηγόρο ο οποίος, πέραν του ανταγωνισμού και της ραγδαίας μείωσης της
δικηγορικής ύλης που υφίσταται καλείται να διαθέσει και κεφάλαια από τα
προσωπικά του χρήματα απλά και μόνον για να μπορέσει να «κινηθεί»
προκαταβάλλοντας, φορολογούμενος για λογαριασμό τρίτων, ποσά τα οποία
δεν έχει (και, ενδεχομένως, να μην μπορέσει μελλοντικά να) εισπράξει.

Αυτά, βέβαια, αφορούν την δικαστηριακή πρακτική και τους λεγόμενους
«μαχόμενους» συναδέλφους. Όταν, όμως, «μπούμε σε άλλα χωράφια», σαν αυτά
του εμπορικού δικαίου και των επιχειρηματικών συναλλαγών, η υπόθεση της
φοροδιαφυγής των δικηγόρων  καθίσταται οριστικά αβάσιμη.

Κατά πρώτον, δεν υπάρχουν εμπορικές συναλλαγές στην Ελλάδα σήμερα και οι
ελάχιστες που έχουν απομείνει όχι μόνον έχουν περιορίσει το εύρος της
δικηγορικής ύλης αλλά έχουν περιορισθεί, κι αυτές, στην απλή διατήρηση ήδη
υπαρχόντων σχέσεων και εμπορικών δεσμών (με τράπεζες, πελάτες,
προμηθευτές κλπ.) χωρίς καμμία διάθεση ή δυνατότητα να δημιουργηθούν νέες
επιχειρηματικές συνεργασίες μέσα στο κλίμα αμφιβολίας και αμφισβήτησης που
βιώνουμε και την άνευ προηγουμένου κρίση που «τρώει» σάρκες από την σάρκα
μας και περιορίζει το «ρευστό» που μπορεί να διατεθεί στην αγορά, «ρευστό»
που έχει καταστεί, άλλωστε, είδος προς εξαφάνιση, αν όχι ήδη ολοκληρωτικά
εξαφανισμένο.

Το κεφάλαιο είναι το πιο «δειλό» πράγμα στον κόσμο. Με την οσμή και μόνον
του κινδύνου εξαφανίζεται, ως δια μαγείας, και χάνεται από τον ορίζοντα. 
 Οι ελάχιστες ξένες (μεγάλες, ας υποθέσουμε) επιχειρήσεις που θα είχαν,
πιθανόν, ενδιαφέρον να επενδύσουν κεφάλαια στην χώρα μας καλούνται να
λάβουν υπ’ όψιν, πέραν της γενικότερης κακής οικονομικής κατάστασης και
κοινωνικής αναταραχής που η κατάσταση αυτή έχει εκθρέψει, και την
αβεβαιότητα που το πολιτικό σύστημα έχει δημιουργήσει, με πρώτο και
καλύτερο παράδειγμα την ασάφεια της όποιας (αν, πράγματι, υπάρχει)
φορολογικής πολιτικής και νομοθεσίας, αμφισβητούμενες και
αλληλοαναιρούμενες μέρα με την ημέρα, ανατρέποντας από την μία στιγμή στην
άλλη παραδοχές στην βάση των οποίων θα πρέπει να στηριχθούν
επιχειρηματικά σχέδια και να αναληφθούν σοβαρές οικονομικές υποχρεώσεις. Σ’
αυτό πρέπει να προστεθούν η πολυνομία, η γραφειοκρατία, το υψηλό κόστος
αλλά και η γενική δυστοκία του δημοσίου που δείχνει αποτρεπτική κάθε
προσπάθειας επένδυσης στην χώρα μας.

Αλλά και στην, απίθανη, περίπτωση που κάποιος ξένος επενδυτής (απ’ αυτούς
που με τόσο ζήλο «κυνηγά» η πολιτική ηγεσία μας στα πέρατα του κόσμου για
να τους δελεάσει να επιλέξουν την χώρα μας σαν επενδυτικό προορισμό)
παραβλέψει όλα τα πιο πάνω και επιμείνει, σε πείσμα της κοινής λογικής και
των αμείλικτων αγορών, και αποφασίσει πράγματι να επενδύσει στην Ελλάδα
και χρειαστεί (όπως κάθε σοβαρός επενδυτής χρειάζεται) δικηγόρο για να τον
συνδράμει και να του συμπαρασταθεί με τις γνώσεις και την εμπειρία του,
ακόμα και στην περίπτωση αυτή ο δικηγόρος δεν είναι σε θέση να αποκρύψει τα
όποια εισοδήματά του αλλά είναι, αντίθετα, υποχρεωμένος να τα δηλώσει
αυτούσια και να φορολογηθεί γι’ αυτά.

Από την προσωπική μου εμπειρία οι μεγάλοι αυτοί ξένοι επενδυτές (πολυεθνικές,
ως επί τω πλείστον, εταιρείες) διέπονται, κι αυτές από συγκεκριμένες, σαφώς
προσδιορισμένες και αυστηρές νομοθεσίες στο κράτος της εκάστοτε έδρας τους
και απαιτούν την έκδοση ειδικών παραστατικών κάθε φορά που καταβάλλεται
αμοιβή για την εξόφληση παροχής υπηρεσιών στην χώρα μας (ή σε
οποιανδήποτε άλλη χώρα). Δεν μπορώ να ξεχάσω το χαρακτηριστικό «Please
provide us with a Deltio Parohis Ypiresion” στην συμφωνία που είχα κάποτε την
τύχη να κάνω με κάποιον τέτοιο ξένο πελάτη. Η απλή απόδειξη δεν ήταν αρκετή
και οι ξένοι πελάτες ήταν καλοί γνώστες του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων τον
οποίο τηρούσαν και τήρησαν, και στην δική μου περίπτωση, κατά γράμμα.

Αλλά και οι Ελληνικές εταιρείες (υποκαταστήματα ξένων ή αυτόνομες
επιχειρήσεις που λειτουργούν στην Ελλάδα) ζητούν – και μάλιστα
προκαταβολικά – απόδειξη παροχής υπηρεσιών για να μπορέσει το λογιστήριο
να εκταμιεύσει την συμφωνηθείσα δικηγορική αμοιβή. Αυτή είναι άλλωστε μια
πάγια τακτική, γνωστή τοις πάσι, κι ένας ικανός και αναγκαίος όρος για όποιον
ελεύθερο επαγγελματία επιθυμεί να προσφέρει τις υπηρεσίες του σε μια
εταιρεία.

Θα μου πείτε: Μα καλά, οι δικηγόροι, από ποιόν πλανήτη έχουν «πέσει»; Τι σοϊ
άνθρωποι είναι που μόνοι αυτοί απ’ όλους τους υπόλοιπους Έλληνες δεν
φοροδιαφεύγουν σε μια χώρα που, υποτίθεται ότι, «βασιλεύει» η φοροδιαφυγή;
Και θα σας απαντήσω με τον πιο σαφή και κατηγορηματικό τρόπο. ΝΑΙ. Οι
δικηγόροι στην Ελλάδα σήμερα δεν φοροδιαφεύγουν, στην συντριπτική τους
πλειοψηφία, τουλάχιστον.

Ασφαλώς, όπως σε κάθε οργανωμένη ανθρώπινη ομάδα, πάντα μαζί με τους
«καλούς» υπάρχουν και οι «κακοί», οι διεφθαρμένοι, αν θέλετε, αυτοί που
παραβαίνοντας τον Νόμο προσπαθούν (και, ίσως, μερικές φορές, να)
επιτυγχάνουν να διαφύγουν. Αλλά αυτοί είναι λίγοι και, σίγουρα, δεν θα έπρεπε
σε καμμία περίπτωση οι δικές τους πράξεις να χαρακτηρίζουν έναν ολόκληρο
κλάδο έντιμων και εργατικών επιστημόνων που, σε πείσμα των καιρών και με
επιμονή και απέραντη υπομονή προσπαθούν να ανταπεξέλθουν στις δυσκολίες
της καθημερινότητας προασπίζοντας συμφέροντα πελατών αλλά και το
οικοδόμημα πάνω στο οποίο στηρίζεται η κοινωνία μας ολόκληρη, αφού χωρίς
τον Νόμο και την ορθή εφαρμογή του συντεταγμένη Πολιτεία δεν μπορεί να
υπάρξει.

Oι δικηγόροι εμφανίζονται στα μάτια των περισσότερων, συμπεριλαμβανομένου
και του πιο πάνω κυρίου, σαν μία ομάδα απόκοσμων όντων που κρύβονται πίσω
από τόνους χαρτιών και βιβλίων που έχουν αναπτύξει έναν εντελώς προσωπικό
κώδικα συμπεριφοράς, εν πολλοίς ακατάληπτο. Έχει δημιουργηθεί η εντύπωση
ότι οι περισσότεροι δικηγόροι βγάζουν περισσότερα χρήματα από τους
υπόλοιπους επαγγελματίες, πολλές φορές μάλιστα και σε βάρος τους, και ότι
καταφέρνουν, με κάποιο μαγικό τρόπο, να διαφεύγουν και να μην
φορολογούνται. Σε μία εποχή όπου ο χρόνος είναι χρήμα έχει δημιουργηθεί η,
περαιτέρω, εντύπωση ότι οι δικηγόροι έχουν βρει το “μυστικό” να
καταναλώνουν τον χρόνο των πελατών τους εισπράττοντας φανταστικά ποσά
και να ζουν πολυτελώς σε βάρος των υπολοίπων.

Όλοι ξέρουμε ότι αυτό δεν συμβαίνει. Και καλό θα ήταν να το υπενθυμίζουμε
από καιρού εις καιρόν, έτσι για να μην ξεχνιόμαστε.

Γιώργος Κ. Ανδρουτσόπουλος
Δικηγόρος

Πηγή: iefimerida.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου