Σελίδες

Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2014

Σχιζοφρένεια...

“Υπάρχει ένα ορισμένο «επίπεδο ανεντιμότητας» στην κοινή ανάγνωση της ιστορίας από τους ανθρώπους – άρρηκτα συνδεδεμένο με τη χώρα, με τον πολιτισμό, με την εισοδηματική τάξη των πολιτών, με τα συμφέροντα, με την ωριμότητα, με τη γνώση, με την καλλιέργεια και με την ιδιοσυγκρασία τους.


    Στα πλαίσια αυτά πολλοί, «κοιτάζοντας πίσω» στις αποκρουστικές τυραννίες του παρελθόντος, στις τερατώδεις κυβερνήσεις, στους καταστροφικούς πολέμους, στα απίστευτα εγκλήματα, καθώς επίσης στις οδυνηρές χρεοκοπίες και στις εξ αυτών γενοκτονίες, αναρωτιούνται πως μπόρεσαν να συμβούν.
    Πως ήταν δυνατόν οι άνθρωποι της συγκεκριμένης γενιάς να επέτρεψαν τέτοιες «ανισορροπίες»; Γιατί δεν έκαναν κάτι για να τις αποφύγουν; Γιατί δεν αντέδρασαν; Γιατί δεν διαμαρτυρήθηκαν; Γιατί παρέμειναν ουδέτεροι παρατηρητές της ίδιας τους της καταστροφής; Γιατί δεν διδάχθηκαν από την ιστορία και τις εμπειρίες των προγόνων τους;
    Χωρίς καμία αμφιβολία, πολλές κοινωνίες απέτυχαν, όσον αφορά την ενεργητική αντιμετώπιση των προβλημάτων τους, επειδή είχαν ξεχάσει τη δική τους ιστορία – βιώνοντας σταδιακά την εξαφάνιση του πολιτισμού τους. Κάποιες προκάλεσαν ακόμη και την «αποτέφρωση» του Έθνους τους, επειδή έκαναν τόσο μεγάλα λάθη, η μελέτη των οποίων σήμερα οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, είχαν προσβληθεί από μία ανεξήγητη, μαζική σχιζοφρένεια”.

Με κριτήριο τα παραπάνω είμαστε σίγουροι πως κάποια στιγμή στο μέλλον, τα παιδιά μας θα αναρωτηθούν γιατί επιτρέψαμε στη σκιώδη εξουσία να αναλάβει τα ηνία της Ελλάδας – να τη θέσει αμαχητί υπό την κατοχή των δανειστών της και να μετατρέψει πολλές γενιές Ελλήνων σε σκλάβους χρέους.

Γράφει ο Βασίλης Βιλιάρδος

Οι μελλοντικές γενιές θα αναρωτηθούν επίσης γιατί δεν αντιδράσαμε στην απώλεια της εθνικής μας ανεξαρτησίας, της κυριαρχίας και της ελευθερίας μας, γιατί αποδεχθήκαμε αναντίρρητα τη μεθοδική καταστροφή της οικονομίας της Ελλάδας, την επαίσχυντη καταπάτηση του ελληνικού συντάγματος, την κοινοβουλευτική δικτατορία, καθώς επίσης την αποδυνάμωση του Κράτους Δικαίου.

Τέλος, τα παιδιά μας δεν θα λύσουν εύκολα τις απορίες τους, όσον αφορά το γιατί μείναμε απαθείς απέναντι στην καταδίκη εκατοντάδων χιλιάδων μικρομεσαίων επιχειρήσεων στη χρεοκοπία, στην τρομακτική ανεργία, στη λεηλασία της ιδιωτικής και δημόσιας περιουσίας μας, στις διεθνείς προσβολές, στην εξαθλίωση καθώς επίσης στην άδικη ποινή της εξορίας, η οποία επιβλήθηκε σε χιλιάδες Έλληνες.

Προφανώς, εάν μπορούσαμε τότε να απαντήσουμε θα λέγαμε ότι, δεν υπήρχαν εναλλακτικές δυνατότητες, αφού τα χρέη της πατρίδας μας ήταν αδύνατον να εξυπηρετηθούν – ενδεχομένως ότι έφταιξε το ευρώ, ότι δεν διαθέταμε τους κατάλληλους ηγέτες, ότι η διαφθορά είχε διαβρώσει σχεδόν ολόκληρο το πολιτικό σύστημα και ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας, καθώς επίσης ότι είχαμε οδηγηθεί «ενδοτικά» σε έναν μονόδρομο, από τον οποίο δεν υπήρχε διέξοδος.

Η απάντηση των απογόνων μας τότε είναι κάτι περισσότερο από εύλογη – ενώ καμία μελλοντική γενιά δεν πρόκειται να πιστέψει πως ένας ολόκληρος λαός είναι δυνατόν να οδηγηθεί στο «ικρίωμα», από μία μικρή ενδοτική, διεφθαρμένη ομάδα ή από ένα νόμισμα, όσο ελαττώματα και αν έχει.

Δεν θα πιστέψει ούτε πως η γενιά μας δεν είχε τα μέσα να αντιδράσει απέναντι στο σύστημα – πόσο μάλλον όταν γνώριζε ότι η ίδια το συντηρούσε, με την ανοχή και με τη γενικότερα φοβισμένη, δειλή συμπεριφορά της.

Τα παιδιά ή τα εγγόνια μας θα μας πουν λοιπόν καταρχήν ότι, μία χώρα με ιδιωτικές αποταμιεύσεις της τάξης των 500 δις €, συμπεριλαμβανομένων αυτών σε τράπεζες του εξωτερικού, μεγάλο μέρος των οποίων διώξαμε μόνοι μας, είχε τα μέσα για να εξυπηρετήσει τα χρέη της – μεταξύ άλλων, αυτοχρηματοδοτούμενη με εθνικά ομόλογα.

Πολύ περισσότερο όταν η Ελλάδα είχε στην ιδιοκτησία της μία δημόσια περιουσία που υπερέβαινε τα 300 δις €, έναν ανυπολόγιστο υπόγειο πλούτο, καθώς επίσης απαιτήσεις απέναντι στη Γερμανία αρκετά υψηλότερες των 150 δις €. Εκτός αυτού, αφού είχε επί πλέον τη δυνατότητα να ζητήσει αποζημιώσεις από όλες εκείνες τις εταιρείες που της πούλησαν πολεμικό εξοπλισμό, διαφθείροντας τους πολιτικούς με δισεκατομμύρια μίζες, δεν έπρεπε να ισχυρίζεται αδυναμία εξόφλησης των οφειλών της.

Στη συνέχεια, οι απόγονοι μας θα μας πουν πως ένα Έθνος, με ιδιωτική ακίνητη περιουσία άνω του 1 τρις €, με εξαιρετικά κερδοφόρους βασικούς οικονομικούς πυλώνες (τουρισμός, γεωργία, ναυτιλία), στην καλύτερη εποχή της ιστορίας του από γεωπολιτικής πλευράς, δεν θα έπρεπε να επιμένει στο ότι, αδυνατεί να εξυπηρετήσει τις υποχρεώσεις του – τόκους περί τα 6 δις € ετήσια ουσιαστικά, αφού τα χρεολύσια «ανακυκλώνονται».

Προφανώς, τα παιδιά μας δεν θα πιστέψουν πως οι γονείς τους ήταν τόσο ανόητοι, ώστε να χάσουν σχεδόν 1 τρις € (μείωση της αξίας των ακινήτων, πτώση των εισοδημάτων, κατάρρευση του χρηματιστηρίου κλπ.), απλά και μόνο επειδή δεν ήθελαν να πληρώσουν τα 300 δις € που όφειλαν.

Σίγουρα δεν θα καταλάβουν γιατί οι γονείς τους δεν ζήτησαν αποζημιώσεις από όλες εκείνες τις εταιρείες και τους διεθνείς τοκογλύφους, οι οποίοι κέρδισαν τεράστια ποσά στοιχηματίζοντας στη χρεοκοπία της χώρας – καταθέτοντας αγωγές του κράτους εναντίον τους. Μία χρεοκοπία την οποία οι ίδιοι οι τοκογλύφοι προκάλεσαν, επιλέγοντας όχι τον αδύνατο, αλλά τον ανόητο κρίκο της Ευρωζώνης – χρησιμοποιώντας τα ασφάλιστρα κινδύνου (CDS), καθώς επίσης πολλά άλλα χρηματοπιστωτικά προϊόντα μαζικής καταστροφής.

Ενδεχομένως οι απόγονοί μας θα συμπληρώσουν ότι, σε εκείνες τις χώρες που βασιλεύει η αυτοκαταστροφικότητα, η μισαλλοδοξία, η διχόνοια και η εμφύλια «καταγγελιομανία», δεν μπορεί να υπάρξει μέλλον – αφού παύουν να λειτουργούν τα πάντα.

Ειδικότερα, τα παιδιά μας θα μας πουν πως όταν διαδιδόταν δημοσίως και ανεύθυνα ότι, το δημόσιο χρέος της Ελλάδας υπερέβαινε τα 700 δις €, αντί τα επίσημα 330 δις €, πως όλες οι τράπεζες ήταν χρεοκοπημένες, πως οι μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις δεν είχαν καμία αξία, πως οι καταθέσεις κινδύνευαν, πως οι πάντες ήταν άχρηστοι, πως όλοι οι Έλληνες ήταν φοροφυγάδες, πως οι Πολίτες ήταν στην πλειοψηφία τους απατεώνες κοκ., μηδενίζονταν ολοκληρωτικά οι προοπτικές της χώρας – ακόμη και αν ήταν η πλουσιότερη του πλανήτη, με την καλύτερη κυβέρνηση που θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί κανείς.

Τέλος, οι απόγονοι μας θα μας πουν πως στις πολιτισμένες δημοκρατίες δεν υπάρχουν μονόδρομοι, πως δεν ζητήσαμε καν τη συμμετοχή μας στην ψήφιση των νόμων και στον έλεγχο της εξουσίας (άμεση δημοκρατία), πως δεν υπάρχουν προβλήματα χωρίς λύσεις, καθώς επίσης πως πάντοτε οι εναλλακτικές δυνατότητες είναι πολύ περισσότερες από δύο.

Τέλος, τα παιδιά ή τα εγγόνια μας θα συμπληρώσουν ότι, παραδοθήκαμε χωρίς να δώσουμε έστω μία μάχη – καθώς επίσης πως εμείς είμαστε οι προδότες αυτής της πανέμορφης, πάμπλουτης, ευλογημένης από το Θεό χώρας και κανένας άλλος.   

Υπενθύμιση Ι: Στην περίπτωση της «νομισματικής μας οικογένειας» το ισχυρότερο μέλος της, η Γερμανία, επιμένει αφενός μεν να γευματίζει από το φαγητό των άλλων, επειδή δεν μπορεί ή δεν θέλει να χορτάσει αρκούμενη στο δικό της, αφετέρου να «χαριεντίζεται» με τρίτους – αγοράζοντας τα προϊόντα που έχει ανάγκη από άλλους και όχι από τους εταίρους της, στους οποίους όμως θέλει να πουλάει τα δικά της.

Άλλες φορές πάλι «κάνει δίαιτα» (περιορισμός της εσωτερικής κατανάλωσης μέσω της μείωσης των πραγματικών μισθών των εργαζομένων της), για να μην αναγκασθεί να αγοράσει πιο πολλά εμπορεύματα – προτιμώντας να «απορροφάει» τη ρευστότητα και να αποταμιεύει τα χρήματα της, αδιαφορώντας εντελώς για τους άλλους.

Η Ελλάδα τώρα επιμένει να μην θέλει να πληρώσει το φαγητό της ξανά και ξανά – παρά το ότι της χαρίσθηκε ένα μεγάλο μέρος του προηγούμενου κόστους του, αν και με πολύ αυστηρές προϋποθέσεις. Ισχυρίζεται δε πονηρά ότι αδυνατεί να το κάνει, κατηγορώντας τους άλλους πως την καταδικάζουν στην πείνα (χρεοκοπία), επειδή δεν της παρέχουν δωρεάν φαγητό.

Η κυβέρνηση της όμως ψεύδεται δυστυχώς, όσον αφορά την αδυναμία πληρωμής, εφαρμόζοντας συνειδητά την ακριβώς αντίθετη οικονομική πολιτική, από αυτήν που θα έπρεπε, εις βάρος των πολιτών της – απλά και μόνο για να διατηρήσει το πελατειακό της υπόβαθρο και να παραμείνει στην εξουσία, κυρίως για να αποφύγει την τιμωρία (επειδή τα δύο κόμματα που κυβερνούν είναι αυτά που οδήγησαν τη χώρα στη χρεοκοπία, λόγω της τεράστιας διαφθοράς στο εσωτερικό τους).

Αυτό γίνεται δε με την ανοχή, εάν όχι με την ενεργό συμμετοχή του ΔΝΤ, σκοπός του οποίου δεν είναι η εξυγίανση των οικονομικών της Ελλάδας – αλλά η είσπραξη των απαιτήσεων των εντολέων του, η «κλοπή» του δημόσιου και ιδιωτικού πλούτου της πατρίδας μας, καθώς επίσης η παραμονή του στην Ευρώπη, με απώτερο στόχο τη λεηλασία των υπολοίπων χωρών της.

Στα πλαίσια αυτά, εάν η Ευρωζώνη θέλει πράγματι να συνεχίσει την πορεία της, καθώς επίσης εάν τόσο η Γερμανία, όσο και η Ελλάδα δεν είναι πρόθυμες να αλλάξουν, θα πρέπει να δείξει και στις δύο χώρες την πόρτα εξόδου – επιτρέποντας τους να επιστρέψουν, μόνο εάν εκλογικευθούν τεκμηριωμένα.

Υπενθύμιση ΙΙ: Ενώ μαίνεται η μεγαλύτερη, η πλέον καταστροφική καταιγίδα όλων των εποχών, το ελληνικό πλοίο ευρίσκεται μέσα στο ασφαλέστερο λιμάνι του πλανήτη – στην Ευρωζώνη. Εν τούτοις λεηλατείται, υποφέρει, λιμοκτονεί και εξευτελίζεται από τα μεγαλύτερα πλοία, έχοντας υποστεί τεράστιες βλάβες – με δική του ευθύνη, αλλά και με ευθύνη των άλλων, κυρίως δε της Γερμανίας.

Σύμφωνα με πολλούς, η μοναδική λύση που του απομένει είναι η εγκατάλειψη του ασφαλούς λιμανιού, με κατεύθυνση την ανοιχτή θάλασσα – αψηφώντας την καταιγίδα και τους κινδύνους που εμπερικλείει. Πρόκειται ασφαλώς για μία θαρραλέα και υπερήφανη λύση, την οποία δεν μπορεί κανένας να κατηγορήσει – πόσο μάλλον όταν το ελληνικό πλοίο κινδυνεύει να βυθιστεί μέσα στο λιμάνι, όπου το ένα πλήρωμα συνεχίζει να τρέφεται από τις σάρκες του άλλου, αδυνατώντας ή μη θέλοντας να εξασφαλίσει διαφορετικά την επιβίωση του.

Λογικά βέβαια, θα πρέπει να επισκευασθεί προηγουμένως, εάν θέλει να έχει κάποια ελπίδα επιβίωσης στην ανοιχτή θάλασσα – ειδικά επειδή η καταιγίδα δεν φαίνεται να κοπάζει αλλά, αντίθετα, επιδεινώνεται. Ουσιαστικά λοιπόν αντιμετωπίζει μία κατάσταση του τύπου «εμπρός γκρεμός και πίσω ρέμα» – ένα διαβολικό δίλημμα, στο οποίο πρέπει μεν να δοθεί επειγόντως μία απάντηση, η οποία όμως δεν είναι καθόλου εύκολη.

Αυτό λοιπόν που απομένει, μέχρι να ληφθεί η τελική απόφαση, δεν είναι άλλο από την σθεναρή, συλλογική, τολμηρή άμυνα του, απέναντι στις επιθέσεις των άλλων πληρωμάτων. Επίσης, η δημιουργία συμμαχιών, ενώ παράλληλα θα επισκευάζεται με κάθε θυσία – έτσι ώστε να είναι έτοιμο να εγκαταλείψει το λιμάνι, είτε όταν κοπάσει η καταιγίδα, είτε όταν το αποφασίσουν πολλά καράβια μαζί, είτε όταν ο κίνδυνος να βυθιστεί αύτανδρο μέσα στο λιμάνι είναι μεγαλύτερος, από τον αντίστοιχο στην ανοιχτή, άγρια θάλασσα.

viliardos.analyst.gr

http://www.freepen.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου