Σελίδες

Σάββατο 4 Μαΐου 2013

Επιτέλους, Ανάσταση!

«Άντε! Η καμπάνα χτύπησε»!
Ο κυρ – Ανδρέας στεκόταν, εδώ και ώρα,
στην είσοδο του διαμερίσματος. Με το καινούργιο του κοστούμι, την άσπρη λαμπάδα στα χέρια, τη γραβάτα του δεμένη στην εντέλεια, φρεσκοπλυμένος, φρεσκοσιδερωμένος, σαν έτοιμος από καιρό. Είχε βάλει κι ένα κόκκινο αβγό στην τσέπη, που το είχε διαλέξει επιμελώς, όχι πολύ μικρό, ούτε πολύ μεγάλο, ούτε σουβλερό, αλλά στρόγγυλο. Με μια, μόνον, έγνοια: Να σπάσει τα αβγά όλων των υπολοίπων. >>>
Αν ήταν δυνατόν, θα είχε ξεκινήσει εδώ και ώρα για την εκκλησία. Δεν του άρεζε καθόλου που όλοι έτρεχαν, στις 12 παρά δέκα στην εκκλησία και, με το που ακουγόταν το «Χριστός Ανέστη» τρέχαν να προλάβουν τη μαγειρίτσα. Δεν μπορούσε, όμως, να κάνει διαφορετικά, από τότε που παράτησε το χωριό, για να ζήσει στην πόλη, στο σπίτι του γιου του, του Μανώλη.
Πολλές φορές είχε πει να τον αφήσουν στην ησυχία του, εκεί στο χωριό του, εκεί που γεννήθηκε, που μεγάλωσε, που έζησε πολέμους και κατοχές. Εκεί που συγχωρέθηκε η γριά του και την έθαψαν, παρά τις θέλησες και τις επιθυμίες της, στο νεκροταφείο μαζί με όλους.
Γιατί εκείνη, η κυρα – Λένη, ήθελε να ταφεί στο καπνοχώραφο. «Το καπνοχώραφο μου ΄δωσε φαγί, το καπνοχώραφο έκαμε τον Μανώλη μου γιατρό, το καπνοχώραφο μας ανέστησε. Το καπνοχώραφο θε να μας πάρει, όταν μας καλέσει ο Θεός και κλείσουμε τα μάτια μας», έλεγε.
Όταν, όμως, ο κυρ – Ανδρέας, ο Ανδρίκος της, προσπάθησε να τους πείσει να τη θάψουν στο καπνοχώραφο, χτύπησε σε ντουβάρια. Πρώτος και καλύτερος ο παπα – Βασίλης:
«Μα είναι πράματα αυτά; Να θάβουμε τον κόσμο στα καπνοχώραφα; Δε θα ησυχάσει η ψυχούλα της»!
Άδικα προσπαθούσε ο κυρ – Ανδρέας να τους πείσει ότι ήταν επιθυμία της. Και πως, αν δεν τη θάβανε στο χωράφι της, λίγο το ΄θελε να σκάψει, με τα χέρια της, να βρουκολακιάσει, να βγει έξω και να τους κυνηγάει όλους!
Όταν, λοιπόν, συγχωρέθηκε η γριά του, τον πήραν, σχεδόν σηκωτό, από το χωριό, για την πόλη. Και, κάθε Ανάσταση, είχαν το ίδιο βιολί:
Ο κυρ – Ανδρέας ντυνότανε, ετοιμαζότανε, από νωρίς – νωρίς. Με το που άκουγε την πρώτη καμπάνα, άρχιζε τις προσταγές. Και με το που πήγαιναν στην εκκλησία, τα παρακάλια:
«Τώρα που θα πει, με το καλό, ο παπάς το Χριστός Ανέστη, εμένα αφήκετέ με εδώ. Να φχαριστηθώ και λίγη εκκλησία, που με μαζεύετε σαν το μωρό και με βάζετε να φάγω τη μαγειρίτσα»!
«Πάλι τα ίδια, ρε πατέρα; Μόνος σου θα φας, μετά; Τα παιδιά είναι μικρά, δεν αντέχουν ως το τέλος της εκκλησίας! Θα πάμε να φάμε όλοι μαζί»!
Τα λόγια του γιου του είχαν μια βάση λογική. Κι ο κυρ – Ανδρέας αναγκαζόταν να πειστεί. Και βρισκόταν, μαζί με όλους, το γιο, τη νύφη –τη Μαρία- την εγγόνα του, την αδυναμία του, την Ελενίτσα –που είχε και το όνομα της γριάς του- και τον εγγονό, τον Κώστα –που πήρε το όνομα του αδικοχαμένου πατέρα της Μαρίας, και γι αυτό τον αγαπούσε δέκα φορές. Κι ήταν τα μάτια του μικρού, που τον κάρφωναν στα δικά του, αυτά που δεν μπορούσε να δει –γι αυτό έλεγε «εντάξει», έστω και με βαριά καρδιά.
Έτσι και φέτος. Πήγαν, την τελευταία στιγμή, στην εκκλησία. Είπε ο παπάς το «Χριστός Ανέστη», έπεσαν τα βαρελότα, φοβήθηκε η Ελενίτσα, έκανε τον θαραλέο (αν και χτυπούσε δυνατά και γρήγορα, σαν του σπουργιτιού η καρδούλα του) ο Κωστάκης και, με το που φιλήθηκαν σταυρωτά και τσούγκρισαν τα αβγά –με νικητή τον παπού- έδωσε το σύνθημα ο Μανώλης:
«Πάμε για τη μαγειρίτσα»;
Εκεί ήταν που στήλωσε τα πόδια ο κυρ – Ανδρέας:
«Αφήκετέ με εμένα! Πάντε εσείς, με τα παιδιά. Να νοιώσω και λίγη Πάσχα… Και λίγη εκκλησία»…
Κι εκεί που περίμενε πάλι την γκρίνια, πάλι την άρνηση και τα μάτια του Κωστάκη να τον καρφώνουν, ένοιωσε το χέρι του μικρού στην παλάμη του.
«Θα πάμε κι εμείς με τον παπού»!
Γύρισε και είδε τον μικρό, ξαφνιασμένος. Κρατούσε τη λαμπάδα του, λίγος κρόκος από το αβγό του είχε καθίσει στο χνουδάκι κάτω από τη μύτη του, αλλά φαινόταν αποφασισμένος. Πριν καταλάβει καλά-καλά ο κυρ – Ανδρέας τι γινότανε, άκουσε και τη φωνή της Ελενίτσας:
«Καλά λέει ο Κώστας. Να πάτε εσείς στο σπίτι, να ετοιμάσετε κι εμείς θα κάτσουμε με τον παπού, να ακούσουμε λίγη εκκλησία»!
Πιο πολύ, όμως, είχε ξαφνιαστεί ο Μανώλης. Κάτι πήγε να πει, άνοιξε το στόμα του, αλλά τον έκοψε η Μαρία:
«Πάμε αγάπη μου… Άσε τα παιδιά στον παππού και πάμε. Θα έρθουν αργότερα. Άμα κουραστούν». Κι έπειτα, στράφηκε στον κυρ – Ανδρέα: «Εντάξει πατέρα»;
Έλαμπε ολόκληρος ο κυρ – Ανδρέας. Μεσ’ στη χαρά, άρπαξε τα εγγόνια του, έδωσε και τη λαμπάδα, να ΄χει τα χέρια ελεύθερα, να πιάνει τα παιδιά και τράβηξαν, κόντρα στο ρεύμα, προς την εκκλησία.
Κάθισαν ως το τέλος. Ούτε κουράστηκαν τα εγγόνια του, ούτε τίποτα. Κι όπως γυρνούσαν, στο σπίτι, μετά την Ακολουθία, γύρισε και τα ρώτησε, νοιώθοντας και λίγο τύψεις:
«Δεν κουραστήκατε, βρε; Δε νυστάξατε»;
«Κοιμηθήκαμε το μεσημέρι, βρε παππού! Κι ήταν ωραία! Δίκιο είχε η μαμά, που είπε να σου κάνουμε αυτό το δώρο»!
Κοντοστάθηκε ο κυρ – Ανδρέας:
«Η Μαρία»;
Πήρε το λόγο η Ελενίτσα:
«Η μαμά»!
«Μα… γιατί»;
«Γιατί, λέει, εσύ της έκανες το πιο μεγάλο δώρο, με το να δεχτείς να βαπτίσουν τον Κωστάκη με αυτό το όνομα… Κι ας ήθελες να ακούσεις το δικό σου. Κι αξίζεις, είπε, τα πιο καλά δώρα, τα πιο ακριβά, γιατί μας ανέχεσαι κι είσαι, συνέχεια, με το χαμόγελο»…
Στον υπόλοιπο δρόμο δεν μίλησαν. Εκείνο το βράδυ –τι βράδυ, δηλαδή, που ήταν, ήδη, ξημέρωμα», ο κυρ – Ανδρέας φίλησε τη νύφη του σταυρωτά, με δάκρυα στα μάτια. Έβγαλε έναν χρυσό σταυρό, εκείνον που φορούσε η γριά του και τον έβαλε στα χέρια της. «Ευχαριστώ», της είπε.
Ήταν η δική του Ανάσταση.
Δ.Ι.Ασπροπούλης
http://www.salonicanews.com/2013/05/blog-post_7011.html
Γραμμένο το Μ. Σάββατο του 2008. Καλή Ανάσταση σε όλους!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου